- ηλιολαμπής
- -ές (Μ ἡλιολαμπής, -ές)αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + -λαμπής (< λάμπω). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δημήτριο Ν. Βερναρδάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλιολαμπώ — ἡλιολαμπῶ, έω (Μ) [ηλιολαμπής] ακτινοβολώ, λάμπω σαν τον ήλιο … Dictionary of Greek